στεγανώ

στεγανώ
-όω και -έω, ΜΑ [στεγανός]
1. καλύπτω από παντού, καθιστώ στεγανό κάτι
2. (το μέσ.) στεγανοῡμαι, -όομαι και -έομαι
κλείνομαι σε έναν χώρο για ασφάλεια
αρχ.
(το παθ.) (για τους πόρους) αποφράσσομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεγανῷ — στεγανός covering so as to keep out water masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγανῶι — στεγανῷ , στεγανός covering so as to keep out water masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάνωμα — τὸ, ΜΑ [στεγανῶ] η ξυλεία που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης ή τη σύνδεση τοίχων …   Dictionary of Greek

  • στεγάνωσις — ώσεως, ἡ, Α [στεγανῶ] η κατασκευή στέγης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”